Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Πρωταγωνιστές 2o - Πάσχα 2011


ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Η μαμά, η κυρά Στέλλα και εγώ μαζευτήκαμε στην κουζίνα μου. Ο Παναγιώτης είχε ένα πρόβλημα τελευταία με το μεταφορικό και έτσι οι άνδρες μετέφεραν τα προβλήματα τους στο γκαράζ. Στην κουζίνα που λέτε, η κυρία Στέλλα με ύφος Λιβίας Δρουσίλλας έκατσε σταυροπόδι στην καρέκλα του μικρού μας τραπεζιού, όπου είχα τοποθετήσει λευκά τριαντάφυλλα. Την μουγκαμάρα και το πάγο προσπάθησε μάταια να σπάσει η μαμά.
-Τι τρώμε σήμερα?
-Συμπεθέρα, δεν ξέρεις τι τρώμε σήμερα?
Το μάτι της μαμάς τρέμουλο. Πως είναι κάτι γέροι στο τελευταίο στάδιο του Πάρκινσον? Αυτό ακριβώς.
-Κυρία Στέλλα, έχω ετοιμάσει για μεσημέρι σαλάτα παντζάρι και θα βάλουμε λίγα μακαρόνια να βράζουν.
-Εσύ πάλι δεν ξέρεις ότι σήμερα νηστεύουμε? Σκέτα θα τα φάμε τα μακαρόνια?
-Όχι κυρία Στέλλα! Έχω φυτική μαργαρίνη στο ψυγείο και λέω να βράσουμε λίγο ντομάτα με σκόρδο και πιπεριές.
Η μάνα μου ενθουσιάστηκε.
-Αυτό να κάνουμε! Σπυριδούλα, τις ντομάτες και τις πιπεριές τις έχεις στο ψυγείο?
-Ναι μαμά, άνοιξε και θα τα βρεις μπροστά σου.
-Συμπεθέρα μην κάθεσαι σταυροπόδι, πιάσε ένα μαχαίρι και κόψε τις πιπεριές.
Το βλέμμα της κυρίας Στέλλας πάγωσε,  γλίστρησε στην καρέκλα, κατέβασε το σταυροπόδι και σηκώθηκε όρθια.
-Πάω στο υπνοδωμάτιο του γιου μου. Προτιμώ να διαβάσω λίγο, παρά να γίνω υπηρέτρια.
Η μάνα μου με τις ντομάτες στο δεξί χέρι, το αριστερό στο χερούλι του ψυγείου και το στόμα ορθάνοιχτο παρατηρούσε την συμπεθέρα της να απομακρύνεται από τον χώρο.

Αφού ρίξαμε θάψιμο άνευ προηγουμένου, ετοιμάσαμε το γεύμα και στρώσαμε τραπέζι. Η μάνα μου κι εγώ καθίσαμε στο τραπεζάκι και αφού έβαλα ένα λιμοντσέλο στις δύο μας μπήκαν οι άνδρες.
-Μπα μπα, μάνα και κόρη τα λένε?
-Τα λέμε γαμπρέ μου, τα λέμε!
-Η μάνα μου που είναι?
-Εδώ είμαι γιέ μου.
Η φωνή ακούστηκε από το βάθος του σαλονιού.
-Η γυναίκα σου και η μάνα της με έδιωξαν από την κουζίνα και έτσι πήγα και συγύρισα την ντουλάπα σας. Που είναι τα ρούχα σου γιε μου?
Σειρά είχε η μάνα μου που πετάχτηκε κοιτώντας με στα μάτια.
-Συμπεθέρα, σήμερα ημέρα γιορτής για την Ορθοδοξία και λες ψέματα.
Ακολούθησε ο Παναγιώτης.
-Τι θα φάμε?
Για να σώσει ο κύριος Γιάννης
-Τι ωραία που στολίσατε το τραπέζι.

Η παρέα έκατσε στην τραπεζαρία, τα νεύρα της μάνας μου κρόσσια, το ύφος της κυρίας Στέλλας σαν την Όλγα Τρέμη όταν εκφωνεί την πρώτη είδηση και ο Παναγιώτης να με κοιτάει επίμονα μην τυχόν και πιαστώ μαλλί με μαλλί με την πεθερούλα μου.

Η συζήτηση στο μεσημεριανό είχε λίγο από όλα. Ο κύριος Γιάννης μας έλεγε για ένα περιστατικό που έζησε στο ΙΚΑ, ο Παναγιώτης για την κακή κατάσταση στην μεταφορική και η μάνα μου έλεγε για την Μενεγάκη. Την ώρα που όλοι είχαμε σχεδόν αδειάσει τα πιάτα μας, η κυρία Στέλλα άρπαξε το πιρούνι της, κάρφωσε με αυτό τα μακαρόνια, τα γύρισε δύο φορές 360 μοίρες, σήκωσε αργά και σταθερά το πιρούνι προς το στόμα της και λίγο πριν πλησιάσει το πιρούνι στο στόμα της, εκείνη το άνοιξε διάπλατα και με σταθερή φωνή αμόλησε:
-Ελπίζω η μαγειρίτσα να μην είναι τόσο πρόχειρη, σαν αυτά τα σπαγγετίνια.
Πάγωσα! Η μάνα μου πήγε να μιλήσει, αλλά ο μπαμπάς έκανε νόημα και εκείνη σώπασε. Ο κύριος Γιάννης και ο Παναγιώτης κάρφωσαν τα μάτια τους πάνω μου. Είχαν περάσει πέντε δευτερόλεπτα. Κοίταξα απλά τον Παναγιώτη, έπιασα το γεμισμένο με Coca Cola Light ποτήρι και το άδειασα μονορούφι. Σηκώθηκα και εκεί ο Παναγιώτης πραγματικά τα έχασε.
Φίλοι μου, αγαπημένοι. Σας λέω αλήθεια, ήμουν έτοιμη να την πλησιάσω, να κατέβω στα γόνατα και την ρευτώ στο πρόσωπο και στο καπάκι να της πω ένα:
-Η απάντηση μου στην γλώσσα σου. Ελπίζω να κατάλαβες.
Δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Σηκώθηκα και άρχιζα να μαζεύω πιάτα.

Στις εννιά η μαγειρίτσα μου ήταν πανέτοιμη. Τηγάνισα τα τελευταία κεφτεδάκια και τα έβαλα στο μπολ. Στις εννιά και τέταρτο μπήκα στο υπνοδωμάτιο για να ετοιμαστώ, δωμάτιο στο οποίο η κυρία Στέλλα είχε κάνει κατάληψη από το μεσημέρι. Πήρα τα εσώρουχα και το φόρεμα μου και χώθηκα στο μπάνιο. Έκανα καυτό ντουζ, άδειασα ένα μπουκάλι Herbal Essences στα μαλλιά μου και έστρωσα χοντρές στρώσεις του Dove Sensitive σαμπουάν. Στις δεκα και μισή είχα γίνει όχι θεά, όχι κούκλα αλλά αν πήγαινα σε διαγωνισμό ομορφιάς αυτομάτως η επιτροπή θα με έβγαζε δέκα φορές σερί Miss Hellas και άλλες τόσες Miss Κόσμος.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ένδεκα ξεκινήσαμε για την εκκλησία, στις ένδεκα και είκοσι είχαμε φτάσει. Άνοιξα απαλά την τσάντα μου, έβγαλα ένα μικρό φανάρι και ένα κεράκι ρεσώ και πήρα Άγιο Φως. Η κυρία Στέλλα άνοιξε επίσης την τσάντα της και έβγαλε μία τεράστια λαμπάδα. Μου πέταξε ξερά:
-Διαβασμένη από το Άγιο Όρος.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Το Χριστός Ανέστη με βρήκε στην αγκαλιά του Παναγιώτη. Αφού ευχήθηκα στους γονείς μου πλησίασα τα πεθερικά μου, η κυρία Στέλλα γύρισε απότομα και πήγε να πνίξει στις αγκαλιές μία κυρία που καθόταν ακριβώς πίσω της. Αγκάλιασα δυνατά τον κύριο Γιάννη και του ψιθύρισα:
-Χριστός Ανέστη, πεθερούλη μου και κουράγιο.
Με κοίταξε απορημένος.
-??? Αληθώς Ανέστη, νύφη.

 Γυρίσαμε στο σπίτι, άναψα το καντήλι με το κεράκι ρεσώ και πήγα να αυγοκόψω την μαγειρίτσα. Μπαίνει η γύφτικη έκδοση της Ζαζα Γκαμπόρ στην κουζίνα με φούρια και σβήνει τόσο το κερί ρεσώ, όσο και το καντήλι. Παίρνει την λαμπάδα της και ανάβει ξανά το καντήλι με αυτό.
Παίρνω την κατσαρόλα με την καυτή μαγειρίτσα και όπως είναι της την φοράω καπέλο, παίρνω μία ξύλινη κουτάλα και αρχίζω να κοπανάω δυνατά την κατσαρόλα. Όσο ουρλιάζει η πεθερά, άλλο τόσο κοπανάω εγώ.
 Αυτά βέβαια στην φαντασία μου, γιατί στην πραγματικότητα μπαίνει ο Παναγιώτης αρπάζει την μάνα του από το μπράτσο του χεριού και την τραβάει στην κρεβατοκάμαρα μας. Δεν ξέρω τι ειπώθηκε και τι έγινε, αλλά το πρόσωπο της Στέλλας δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένο. Από αριστοκρατικό ύφος Λιβίας Δρουσίλλας η Στέλλα έκατσε στο βραδινό τραπέζι της Ανάστασης σαν  την Μανωλίδου όταν άκουσε ότι κόβεται και η δεύτερη εκπομπή την οποία παρουσιάζει εξ ολοκλήρου μόνη της (Στιγμή της Αλήθειας, Daily).

Τα πεθερικά έφυγαν την Κυριακή το απόγευμα, όπως και οι γονείς μου. Την Δευτέρα το πρωί ο Παναγιώτης είχε κλείσει εισιτήρια για Κύπρο ως δώρο για την υπομονή και την προσπάθεια που κατέβαλα.